φυτικός

φυτικός
-ή, -ό / φυτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [φυτόν]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φυτά (α. «φυτικό βασίλειο» — το σύνολο τών φυτών
β. «φυτικό κύτταρο» γ. «τοῦ ἀλόγου δὲ τὸ μὲν ἔοικε κοινῷ καὶ φυτικῷ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. φυσιολ. (για ανατ. σχηματισμό, λειτουργία ή φαινόμενο) αυτός που υπάγεται στο αυτόνομο ή φυτικό νευρικό σύστημα και ρυθμίζεται από αυτό
2. αυτός που προέρχεται από τα φυτά («φυτικό λίπος»)
3. φρ. α) «φυτικές λειτουργίες»
φυσιολ. οι βιολογικές λειτουργίες που εξασφαλίζουν την εσωτερική ομοιοστασία τού οργανισμού, δηλαδή την αναπνοή, την κυκλοφορία, τις αδενικές εκκρίσεις, την πέψη, τη θερμορρύθμιση, και οι οποίες ρυθμίζονται από το φυτικό νευρικό σύστημα
β) «φυτική βιοκοινωνία»
οικολ. η φυτοκοινωνία
γ) «φυτική παραγωγή»
(γεωπ.-οικον.) η παραγωγή τού συνόλου τών καλλιεργούμενων φυτών
δ) «φυτικό νευρικό σύστημα»
i) ανατ. σύστημα κινητικο-εκκριτικών νευρικών ινών το οποίο μεταφέρει διεγέρσεις στον καρδιακό μυ, στους λείους μυς και τους αδένες και τού οποίου οι κινητικο-εκκριτικές ίνες συνδέονται στενά με αισθητικές ίνες σε όλες τις λειτουργίες τους και ενεργοποιούνται από νευρικές διεγέρσεις παραγόμενες αντανακλαστικά σε τοπικό επίπεδο ή προερχόμενες από τα ανώτερα κέντρα τού εγκεφάλου, συμμετέχοντας σε διάφορες λειτουργίες, όπως είναι η πέψη, ο διάμεσος μεταβολισμός τών θρεπτικών ουσιών, καθώς και σε ρυθμιστικές λειτουργίες, όπως είναι η θερμοκρασία τού σώματος, η αρτηριακή πίεση και η αναπνοή, ή στους μηχανισμούς αντίδρασης κατά τού στρες, αλλ. αυτόνομο νευρικό σύστημα
ii) (συγκριτ. ανατ.) υποδιαίρεση τού νευρικού συστήματος τών σπονδυλοζώων, το οποίο αποτελείται από το ακούσιο νευρικό σύστημα ως σύνολο και περιλαμβάνει το συμπαθητικό και το παρασυμπαθητικό σύστημα, που εννευρώνουν τους λείους και καρδιακούς μυς και τους αδένες και τών οποίων η δράση δεν βρίσκεται υπό συνειδητό έλεγχο
ε) «φυτικό έμβρυο»
βοτ. οργανωμένο σωμάτιο στο σπέρμα τών φυτών, το οποίο αποτελεί προϊόν γονιμοποίησης, δηλαδή συνένωσης δύο γεννητικών κυττάρων
ζ) «φυτικό οξύ»
(βιοχ.) εξωφωσφορικός εστέρας τής ινοσιτόλης, ο οποίος απαντά ως φωσφορική αποταμιευτική ουσία σε πολλά σπέρματα, ιδίως τών σιτηρών, και είναι γνωστός επίσης ως ινοσιτολεξαφωσφορικό οξύ
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυτικόν
αρχή σχετική με τη βλάστηση τών φυτών
2. φρ. α) «Περὶ φυτικῶν αἰτιῶν» — τίτλος πραγματείας τού Θεοφράστου
β) «φυτικὸν ζῷον» — ζώο μαζί και φυτό (Αριστοτ.).
επίρρ...
φυτικῶς Α
όπως τα φυτά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φυτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φυτά, που είναι των φυτών: Το φυτικό βασίλειο. 2. αυτός που ζει ή γίνεται ανεξάρτητα από τη συνείδηση ή τη βούληση: Φυτικές λειτουργίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυτικά — φυτικός of neut nom/voc/acc pl φυτικά̱ , φυτικός of fem nom/voc/acc dual φυτικά̱ , φυτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμβιο — Φυτικός ιστός, ειδικά των ξυλωδών φυτών, ο οποίος κατατάσσεται στα δευτερογενή μεριστώματα. Αποτελείται από στενά επιμήκη κύτταρα, διατεταγμένα σε σειρές, ενώ δημιουργεί μια διαχωριστική ζώνη μεταξύ ξυλώματος και φλοιώματος. Στην πραγματικότητα… …   Dictionary of Greek

  • φυτικῶν — φυτικός of fem gen pl φυτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτικόν — φυτικός of masc acc sg φυτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδοδερμίδα — Φυτικός ιστός. Αποτελείται από μια στιβάδα εξειδικευμένων κυττάρων που συνήθως βρίσκονται στις ρίζες, αλλά πολλές φορές και στον βλαστό. Στη ρίζα η ε. κατασκευάζει μια συνεχή θήκη, πάχους ενός κυττάρου. Τα κύτταρά της δεν έχουν μεσοκυττάριους… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • σαβάνα — Φυτικός σχηματισμός των θερμών περιοχών στις οποίες υπάρχει μια σαφής διάκριση μεταξύ μιας εποχής απόλυτης ξηρασίας και μιας που χαρακτηρίζεται από έντονες νεροποντές. Οι σ. απαντιούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος στην κεντρική Αφρική, μεταξύ 5°… …   Dictionary of Greek

  • χλωρέγχυμα — Φυτικός ιστός που έχει ως κύριο έργο τη φωτοσύνθεση. Συγκροτείται από ζωντανά κύτταρα, πλούσια σε χλωροπλάστες με πρωτογενή και λεπτά συνήθως κυτταρικά τοιχώματα. Συναντάται κυρίως στα φύλλα (μεσόφυλλο) αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο φωτοσυνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτώδης χυμός — Φυτικός ιξώδης χυμός, που πήζει εύκολα και γρήγορα στον αέρα. Διέρχεται από τους γαλακτοφόρους σωλήνες ή αυλούς, μεταξύ του φλοιού και του καμβίου πολλών φυτών, που λέγονται γαλακτώδη ή γαλακτοφόρα (ευφορβία, εβέα, φίκος, χελιδόνιο, παπαρούνα).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”